Διοσκορίδῃ

Διοσκορίδῃ
Διοσκορίδης
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Διοσκορίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος και ηθικολόγος (4ος αι. π.Χ.). Ήταν μαθητής του Ισοκράτη. Έγραψε τα έργα Λακωνική πολιτεία, Περί των παρ’ Ομήρω νόμων κ.ά. 2. Επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ως πιθανός τόπος καταγωγής του αναφέρεται η… …   Dictionary of Greek

  • άγρωστις — η Βοτ. ονομασία που δόθηκε από τον Διοσκορίδη στο φυτό Cynodon dactylon, στην κοινή αγριάδα, η οποία ανήκει στο γένος Κυνόδους τής οικογένειας τών Αγρωστωδών …   Dictionary of Greek

  • αιγίλωψ — (aegilops). Επιστημονική ονομασία γένους μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Είναι χρήσιμα φυτά, γιατί αποτελούν ζωοτροφή. Από τα 15 είδη του γένους τα 9 ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Τα κυριότερα από τα ελληνικά είδη είναι ο α …   Dictionary of Greek

  • αιγόμορον — αἰγόμορον, το (Α) πιθ. (φυτό), θανατηφόρο για τις αίγες κατά τον Διοσκορίδη «κώνειον» …   Dictionary of Greek

  • αιγώνυχον — αἰγώνυχον, το (Α) 1. νύχι κατσίκας 2. κατά τον Διοσκορίδη, φυτό που λέγεται και λιθόσπερμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ –αἰγὸς + ὄνυξ] …   Dictionary of Greek

  • ακόνιον — ἀκόνιον, το (AM) μσν. το ακόνι* αρχ. είδος φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκοριστικό τού αρχαίου οοσιαστικού ἀκόνη. Η λ. στον Διοσκορίδη δηλώνει «είδος φαρμάκου για τα μάτια» η σημασία αυτή είναι πιθανό να οφείλεται στην ομοιότητα τού φαρμάκου με τη… …   Dictionary of Greek

  • ανάρρινον — ἀνάρρινον, το (Α) [ρις] 1. χόρτο δριμύ στη γεύση, το κάρδαμο 2. φυτό αντίρρινον (κατά τον βοτανικό Διοσκορίδη) 3. αυτό που προκαλεί φτάρνισμα …   Dictionary of Greek

  • βλίτο — Μονοετής πόα της οικογένειας των αμαραντιδών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία αμάραντο το β.Το ύψος του φτάνει τα 30 έως 70 εκ. Έχει βλαστό διακλαδισμένο, φύλλα μακρόμισχα, ωοειδή ή ρομβοειδή, ακέραια, πράσινα, συχνά με ωχρές κηλίδες. Τα άνθη …   Dictionary of Greek

  • νάρδος — Πολυετές φυτό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές στην Ελλάδα, σε ορεινές και αλπικές βοσκές. Η επιστημονική ονομασία του είναι νάρδος ο σφικτός. Αποκτά τη μορφή πυκνής χαμηλής πρασινόγκριζας τούφας, από την… …   Dictionary of Greek

  • νάρκαφθον — και νάσκαφθον και ναόκαφθον και νάκαφθον, τὸ (Α) ευώδης ινδικός φλοιός που χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό θυμίαμα, ίσως το λάκαφθον τού Διοσκορίδη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”